- ψειρής
- οθηλ. ψειρού1. ψειριάρης.2. ακάθαρτος άνθρωπος ή φτωχός που επιδιώκει να παρουσιάζεται ως εύπορος.3. το θηλ. ως ουσ., ψειρού, η φυλακή: Είναι στην ψειρού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.